ἀναθρέψει

ἀναθρέψει
ἀνάθρεψις
renewal
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀναθρέψεϊ , ἀνάθρεψις
renewal
fem dat sg (epic)
ἀνάθρεψις
renewal
fem dat sg (attic ionic)
ἀνατρέφω
bring up
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀνατρέφω
bring up
fut ind mid 2nd sg
ἀνατρέφω
bring up
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αμισόδαρος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ηγεμόνας των Λυκίων, πατέρας του Ατύμνιου και του Μάριδα, οι οποίοι σκοτώθηκαν στην Τροία από τους γιους του Νηλέα. Πίστευαν ότι είχε αναθρέψει το τέρας Χίμαιρα. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ήταν πειρατής. Σε αυτό το κυκλαδικό… …   Dictionary of Greek

  • Νέδα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Νύμφη της Αρκαδίας και κόρη του Ωκεανού, από την οποία, σύμφωνα με την παράδοση πήρε την ονομασία του ο ομώνυμος ποταμός της Πελοποννήσου. Η N., μαζί με άλλες νύμφες, είχε παραλάβει τον Δία από τη Ρέα και τον είχε αναθρέψει …   Dictionary of Greek

  • άγραυλος — Προσωνυμία θεάς και όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Προσωνυμία της θεάς Αθηνάς, που την έλεγαν Αγλαυρίδα Αγραυλίδα Παρθένο, Αθηνά Άγραυλο (Αθηνά των αγρών). 2. Κόρη του Ακταίου, πρώτου θρυλικού βασιλιά της Αττικής και σύζυγος του Κέκροπα. Μητέρα… …   Dictionary of Greek

  • αιγή — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθική βασίλισσα των Αμαζόνων. Σύμφωνα με μια παραλλαγή του μύθου σχετικά με την ονομασία του Αιγαίου πελάγους, η Α. έκανε κάποτε επιδρομή εναντίον της Τροίας, την οποία υπερασπιζόταν ο Λαομέδοντας. Αφού κυρίευσε… …   Dictionary of Greek

  • ελένη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βλ. λ. Ελένη, Ωραία. 2. Κόρη της Ωραίας Ελένης από τον Πάρη. 3. Κόρη της Κλυταιμνήστρας από τον Αίγισθο. Τη σκότωσε ο ετεροθαλής αδελφός της, Ορέστης. 4. Κόρη του Επιδαμνίου, που υπηρετούσε την Αφροδίτη ως… …   Dictionary of Greek

  • εύμολπος — Μυθολογικό πρόσωπο. Θεωρείται ο ιδρυτής των Ελευσίνιων μυστηρίων. Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Χιόνη, κόρη του Βορέα, θεού του ομώνυμου ανέμου, απέκτησε από τον Ποσειδώνα τον Ε. Επειδή όμως φοβήθηκε να το αποκαλύψει στον πατέρα της, πέταξε το παιδί …   Dictionary of Greek

  • εύνοστος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ηλιέα και της Σκιάδας, που τον λάτρευαν κυρίως στην Τανάγρα ως προστάτη των ποντοπόρων από τις τρικυμίες αλλά και των στεριανών από τους σεισμούς και την ξηρασία. Τον είχε αναθρέψει η νύμφη Ευνόστη και τον αγάπησε… …   Dictionary of Greek

  • μελάμπους — Μυθολογικό πρόσωπο. Έφερε τη φήμη του αρχαιότερου Έλληνα μάντη και, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Αμυθάονα, αδελφός του Βίαντα και γενάρχης του μαντικού γένους των Μελαμποδιδών. Τα δύο αδέλφια και ο θείος τους, Νηλέας, ταξίδεψαν από τη… …   Dictionary of Greek

  • Αθηναΐς — I (Αθήνα 402; – Ιεροσόλυμα 460). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, σύζυγος του Θεοδοσίου Β’. Κόρη του Αθηναίου φιλόσοφου Λεόντιου, μορφωμένη και ευφυής, πήγε, μετά τον θάνατο του πατέρα της, στην Κωνσταντινούπολη, για περιουσιακά ζητήματα. Τότε η… …   Dictionary of Greek

  • Αϊσέ — I (1694 – 1733). Κιρκάσια πριγκίπισσα. Αιχμαλωτίστηκε σε παιδική ηλικία από τους Τούρκους σε επιδρομή εναντίον της πατρίδας της και πουλήθηκε στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης. Αγοράστηκε προς 1.500 φράγκα της εποχής από τον κόμη Ντε Φεριόλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”